πρακτικογράφος

πρακτικογράφος
ο
αυτός που γράφει τα πρακτικά, ο γραμματέας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρακτικογράφος — ο, η, Ν 1. (νομ.) άτομο που είναι επιφορτισμένο με το καθήκον να καταγράφει τις γνώμες και τις αποφάσεις ενός συλλογικού οργάνου 2. υπάλληλος που ασχολείται με την τήρηση τών πρακτικών τών συνεδριάσεων και συζητήσεων ενός σώματος («πρακτικογράφος …   Dictionary of Greek

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • αντιγραφέας — ο (ΜΑ ἀντιγραφεύς) νεοελλ. 1. πρόσωπο ή μηχάνημα που αντιγράφει κείμενα 2. καλλιτέχνης που φιλοτεχνεί αντίγραφα έργων τέχνης 3.μτφ. λογοκλόπος μσν. χαρτοφύλακας αρχ. 1. καταγραφέας και ελεγκτής δημόσιων εσόδων 2. πρακτικογράφος 3.αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • λογογράφος — ο και η (Α λογογράφος) ο λογοτέχνης που γράφει σε πεζό λόγο, πεζογράφος, σε αντιδιαστολή προς τον επικό ποιητή αρχ. 1. ιστορικός συγγραφέας («ὅτι τινές τῶν λογογράφων τῶν ὑπέρ τῆς καταστροφής τοῡ Ἱερωνύμου γεγραφότων», Πολ.) 2. (μερικές φορές ως… …   Dictionary of Greek

  • υπομνηματογράφος — ο / ὑπομνηματογράφος, ΝΜΑ νεοελλ. υπομνηματιστής, σχολιαστής νεοελλ. μσν. 1. (στο Βυζ.) αξιωματούχος σε διάφορες υπηρεσίες τής Κωνσταντινούπολης και τών επαρχιών, που είχε ως καθήκον να εκτελεί τη γραφική εργασία τών υπηρεσιών αυτών αλλά και την… …   Dictionary of Greek

  • υπόμνημα — το / ὑπόμνημα, ΝΜΑ [ὑπομιμνήσκω] 1. γραπτό σημείωμα με το οποίο γίνεται υπενθύμιση για κάτι 2. κάθε μέσο με το οποίο υπενθυμίζει κανείς κάτι σε κάποιον 3. γραπτή αίτηση ή αναφορά απευθυνόμενη σε μια αρχή με σκοπό την γνωστοποίηση ή υπενθύμιση… …   Dictionary of Greek

  • Ιγνάτιος — I (Κωνσταντινούπολη 798; – 877). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (846 858, 867 877) και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν γιος του αυτοκράτορα Μιχαήλ A’ του Ραγκαβέ και το κοσμικό όνομά του ήταν Νικήτας. Δέχτηκε το μοναχικό σχήμα σε ηλικία… …   Dictionary of Greek

  • Ντίκενς, Τσαρλς — (Charles Dickens, Λάντπορτ, Πόρτσμουθ 1812 – Λονδίνο 1870). Άγγλος συγγραφέας. Ήταν ακόμα παιδί όταν εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένειά του στο Λονδίνο. Ο πατέρας του, μια συγκινητική και κωμική ενσάρκωση του οποίου βρίσκουμε στον κύριο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”